Βήματα μέτρησα πολλά απ’ τις κορφές του κόσμου,
μέχρι τα πιο βαθιά νερά, όπου έφτανε το φως μου.
Εξάντλησα κάθε μικρή και απόμερη πατρίδα,
απόσταση σαν των ψυχών τόσο αχανή δεν είδα.
Έκανα ισόβια φυλακή με ιώβεια καρτερία.
Τα εικοστρία χρόνια μου τα ΄νιωσα μόλις τρία.
Μ’ απ΄ τη στιγμή που οι δρόμοι μας οι ξένοι ενωθήκαν,
οι ώρες που ‘λειπες εσύ αιώνιες μου φανήκαν.
Παλιότερα το χέρι μου το έκαιγα στη φλόγα
και τύψεις για ό,τι πούλησα με τυραννούν ακόμα.
Μ’ απ’ τις μακριές σου τις σιωπές, του πόνου μου εκείνου
αντάξιο δε γνώρισα μες στο θνητό κορμί μου.
Ποτάμι ήταν τα πάθη μου σ’ ηλιόκαφτη κοιλάδα
και η ορμή της νιότης μου σαν ηφαιστείου λάβα.
Κι αν οι αμαρτίες μου ξέπλεναν τη γη, βροχές του Μάρτη,
για σένα έρωτας χείμαρρος μηδένισε το χάρτη.