Τα μαύρα της σκεπάσματα
καθώς η νύχτα στέλνει,
μέσα απ' τα χαλάσματα
αχνή φιγούρα βγαίνει.
Άνθρωπος νά' ναι ή ξωτικό;
Φοβίζει τους διαβάτες,
με το σκισμένο του παλτό
στις κυρτωμένες πλάτες.
Αλήτη τον βαφτίσανε
με φόβο και με πάθος,
τη ρετσινιά του ρίξανε
μα κάναν όλοι λάθος.
Ήταν ο γιός της προσφυγιάς
παιδί της εξορίας,
ήταν καρπός παρηγοριάς
μιάς σάπιας κοινωνίας.