Και πήρες πάλι
Να μου γράφεις μες τη νύχτα
Όμως με πένα και χαρτί κανονικό
Γράμματα λέξεις
Εκεί μπρος σου αραδιασμένα
Σαν ξεθαμμένα από κόσμο αλλοτινό
Κι άρχισες πάλι
Τη ζωή σου να σκυλεύεις
Να νοσταλγείς τον τελικό αναπαμό
Να ομολογείς
«στη μεταθανάτο ζωή πιστεύεις
μα δε προσμένεις στην ανάσταση νεκρών»
και βλέπεις τώρα
με τα μάτια κουκουβάγιας
λευκής πανέμορφης μυστήριας του χιονιού
αναμετράς
κινήσεις λέξεις και εικόνες
ν αποφασίσεις αν ανήκω στους «νεκρούς»
Και σιωπηλά μου λες
«προστάτεψε αυτό που νιώθεις
μη το γκρεμίζεις το ξεσκίζουν τα σκυλιά
μα της ψυχής
τα σύνορα μη κλείνεις
αν η καρδιά σου λαχταράς να μη γερνά»