Φυσάει ο άνεμος, ψυχρός, παράνομος.
Φίλοι παλιοί την ερημιά σου ψιθυρίζουν.
Ψάχνει τις στάχτες σου, τις αυταπάτες σου
κι όλα όσα κάποτε ονειρεύτηκες λυγίζουν.
Ποιο να ‘ναι το αύριο, ποιο τέλος άγριο,
θα ΄χει η δική σου η ασπρόμαυρη ιστορία
Του ήλιου σου το χθες, χαμένοι έρωτες,
μείναν για πάντα σε χαρούμενα βιβλία.
Σε στίχους δανεικούς, σε φόβους μυστικούς
σκάλιζες ψάχνοντας την άφαντη ζωή σου,
μα αυτή προσπέρασε και δεν σε κέρασε
απ΄ το ποτό της λησμονιάς του παραδείσου.
Σταμάτα να μου λες πως πάλι εσύ δε φταις,
πέρα απ΄ τη μύτη σου δε σού ΄μαθαν να βλέπεις,
και μη γυρνάς πλευρό σε σενανε μιλώ,
εσύ που νόμιζες συνείδηση δεν έχεις.
Καθρέφτη μου θολέ, χαμένε μου εαυτέ
για χρόνια φάνταζες μια ψεύτικη φιγούρα
σαν μέρα χθεσινή, σα φάλτσα μουσική
πέθαινες πάντα μες του κόσμου τη βαβούρα.