Ήλιε
Εσύ, που αφέντη σε καλούν, προστάτη και πατέρα
φωτιά και θειάφι έφτυνες σε κάθε φίλημά σου
κι όταν η θλίψη μου έσβησε με σύννεφα τη μέρα
είπα ποτέ πως δεν θα πω το άδικο όνομά σου.
Η συννεφιά με γλύκανε με δάκρυα κι αγάπες
κι η νύχτα χίλια όνειρα μου χάρισε ανθισμένα
μα όταν τ’ αγκάθια χώθηκαν βαθιά μέσα στις σάρκες
με τ’ όνομά σου σε καλώ κι ουρλιάζω απεγνωσμένα
Ήλιε, που απαρνήθηκα το χάδι και το φως σου
γιατί στη λάβα σου άψυχη η ανάσα μου λυγούσε
προστάτης κι αγαπητικός μου τώρα φανερώσου
την πρώτη και στερνή φορά που η μοίρα μου χρωστούσε.
Αχτίδες ρίξε πάνω μου, σαΐτες πυρωμένες
να κλέψουν από το κορμί κάθε πνοή που ορίζει
στις φλόγες κάψ’ τα όνειρα, μνήμες καταραμένες
φτύσε φωτιά στα μνήματα και σ’ ό,τι με θυμίζει.
Φύσα λήθη και θάνατο στα βήματα που σέρνω
κι ας είναι στο καμίνι σου τον ίσκιο μου να λιώσεις
κι αν νικημένη αιμορραγώ κι εμπρός σου παραδέρνω,
για πρώτη αλλά και στερνή φορά μη με προδώσεις._
(Μία φορά τον χρόνο με πιάνει ο σαδομαζοχισμός... μη μου δίνετε σημασία... περσινό, παρεμπιπτόντως).