εδώ ανήμπορος, φτωχός στη ησυχία μου,
γυμνός ξημέρωμα, κοιτώ τον ουρανό σου.
να δω που φέγγει η ομορφιά της παρουσίας σου
και η λάμψη του κορμιού απ’ το πρόσωπο σου.
ήθελα να έκρυβα λίγη δροσιά απ’ το κλάμα σου,
να με τονώνει απ΄ τη φλόγα της απουσίας,
και δυο λόγια αληθινά από τα χείλι σου
να με ξυπνούν στην παγωνιά μιας κρύας νύχτας.
και μια βράδια που βυθίσθηκα στα λόγια σου
σα παραμύθι τυλιγμένα στο κορμί μου
είπα πως τέλειωσε η ανάσα μες στο στόμα μου
και πως αφέθηκα μικρός στη συμβουλή σου
μα ήρθε πάλι το πρωί και το ξημέρωμα
να μου θυμίσουν την αλήθεια πριν πεθάνω
να μου διατάξουν όλα αυτά που εγώ αρνήθηκα
να υπακούσω και να γίνουν είδαλμα μου
έτσι τους έφτυσα κατάματα και γέλασα
έφυγα τρέχοντας και βλέποντας ξοπίσω
μην έρθουν άργια θηρία που με βίασαν
για να ξεχάσω την εικόνα της μορφής σου
μέσα στη έρημο γυρνώ σαν άμμο κόκκινη
κι όλο γελάω για το θάρρος μου που βρήκα
σήκωσα ανάστημα και είπα πως σ’ αγάπησα
πως εισ’ η μόνη που με νοιάστηκε στ’ αλήθεια
μετα απο πολυ καιρο..εκθετω για δευετρη φορα, κατι απο μενα.. 