Μου πούλησαν δυό δράμια φως πλανόδιοι απ'την Ασία
για να φωτίσω τις πληγές που άνοιξε η θωριά μου
τους πίστεψα και νόμισα θα λύσω τα λουριά μου
όμως αγύρτες ήτανε που πλάθει η φαντασία
Ύστερα ήρθαν έμποροι θαρρώ ήτανε τσιγγάνοι
μου πούλησαν μία οκά σύννεφα νοτισμένα
με τη βροχή τους θα'σβηναν της ζήσης τα γραμμένα
μα ήταν πλάνη απ'αυτές μονάχα ο νούς που φτιάνει
Φτάσανε τότες πειρατές από τις κάτω χώρες
πουλούσαν όνειρα, έτρεξα μια χούφτα ν'αγοράσω
θαρρούσα πως τους φόβους μου θα κάμουν ν'αγκαλιάσω
μα οι φόβοι είναι αιώνιοι του νου κονκισταδόρες*
Έτσι κι εγώ αποφάσισα το βλέμμα μου να γείρω
να πάψω να μπερδεύω πια το ψέμμα απ'την αλήθεια,
φρέσκα ζεστά χωμάτινα, όπως στα παραμύθια
στον κάμπο του συλλογισμού, ονείρατα να σπείρω...
*κονκισταδόρες=κατακτητές