Στο μικρό δωματιάκι...
που συνήθιζες να κλαις,
όταν σου `λεγα γλυκεία μου
πως "για όλα εσύ φταίς"...
Τώρα κάθομαι μονάχος
και ζητώ παρηγοριά.
Με δικάζω για το λάθος
που σε πλήγωσα πικρά.
Συ δεν ήξερες να παίζεις
τα παιχνίδια των Θεών.
Σαν τον Προμηθέα να κλέψεις...
έψαχνες το Φως το αγνό.
Θέλησες να επιστρέψεις
στους Ανθρώπους τη Φωτιά,
μα ήμουν της καρδιάς σου ψεύτης
και τη Φλόγα σου έσβηνα.
Σε δικάσαν και σε ρίξαν
σε κελί μεσαιωνικό...
και μου ζήτησες βοήθεια
που δεν σου `δωσα εγώ.
Σου `λεγα -θυμάμαι- τότε,
πως "γυρεύοντας τραβάς".
Μου `λεγες... "βοήθεια δώσε"
κι εγώ αρνιόμουνα δειλά.
Θεωρίες για το "Δίκιο"
σου ξεφούρνιζα πολλές,
μα σε ανάστημα αντρίκιο
δεν υψώθηκα ποτές.
Ήσουνα πουλί του Νότου,
χάθηκες στην ερημιά.
Μ` άφησες στη Γη του Νόστου,
να ζητώ τη λησμονιά.
Δόθηκες στους ίδιους πόνους,
χωρίς ελπίδα και σκοπό.
Πήρα εγώ ξανά τους δρόμους,
αέναους κύκλους να γυρνώ.
Πέταξες, πνεύμα φευγάτο
με φτερούγες δανεικές...
κι εγώ έμεινα εδώ κάτω,
να μετρώ τις Κυριακές.
Στο μικρό δωματιάκι...
κλαίω τώρα μοναχός.
Γιατί ξέρω πια γλυκεία μου...
"πως για όλα φταίω εγώ".................