Τρεμοσβήνουν απόψε τ'αστέρια,
τρεμοσβήνει στην άμμο η φωτιά,
που ναι η αύρα η ζεστή του κορμιού σου,
για να λάμψουνε όλα ξανά.
Μοναχά και τα βράχια προσμένουν
το δικό σου το πάτημα εκεί,
και τα κύματα πια δεν παλεύουν,
ν'ανταριάσουν την ήρεμη ακτή.
Και σωπαίνει κι ο ήχος του ανέμου,
μεσημέρια βαριά η σιωπή
και τα δέντρα ακόμα θεριεύουν,
για να κρύψουν το φώς την αυγή.
Δεν αντέχω τις άγονες μέρες,
που περνούν δίχως να μ' ακουμπούν,
ίδια όλα κι αν μοιάζουν σαν τότε,
παίζουν ρόλο μα πια δεν τον ζούν.
Πόσος πόνος κι οργή είναι κρυμμένα,
σ'ένα ξεψυχισμένο γιατί,
γιατί όλα αγαπάνε εσένα
κι εγώ μένω εδώ αφανής.
Πόσο πνίγομαι στη μοναξιά μου,
τι κι αν τόσο του κόσμου η χαρά,
όλοι γύρω μου τόσο μακριά μου,
δεν γεμίζουν τα υπόγεια κενά.