Σ' ένα σταθμό, στου Θησείου το σταθμό
κόκκινα τρένα σφύριζαν μιαν ηχό σα βρυχηθμό
μα ήμουν πνιγμένη εγώ στο γέλοιο σου, σα σε γλυκύ σκοπό
με το τσιγάρο στο'να χέρι και στ' άλλο ένα όνειρο λευκό
νυχτοπερπάτημα η πόλη σου, πόλη μικρή θαρρώ
και μου λεγες πως δε μ' ακούς σα σου μιλώ
φώτιζε η νύχτα έλεγες, έφτανε μόνο να γελώ
και πως στον Άδη τούτο θα μοιράζομαι με 'σένα το καημό
μα είναι φαίνεται κείνο που λένε οι σοφοί
που σαστίζουνε του κόσμου ακόμα κι οι τρελοί
ο θρήνος που άγρυπνη με κρατά ως την αυγή
η ειμαρμένη που 'χει πάρει του Χάρου τη μορφή
κι έτσι είσαι πάντα εσύ ο καλλιτέχνης
κι έγω στις παρυφές του πόνου ερασιτέχνης
πάντα εσύ το αίνιγμα στην επ άπειρον σιωπή
λαβωμένη εγώ απ' τη λογική, στα χείλη δυο "γιατί;"
μα δεν ήξερα χιλιάδες τώρα χρόνια
πως ξεβάφουν της αγάπης τα σεντόνια
πόσο αγόρασες την αγάπη αυτή στη αγορά;
πόσο πλήρωσες να γεμίσεις της ψυχής σου τα κενά;
Σ' ένα σταθμό ανάσες και ήχοι πλαστικοί
κι είναι οι όρκοι του θανάτου πλανεροί
σε ποιό Θεό λοιπόν τούτο το παραμύθι μου χρωστώ;
πάντα εσύ ο ποιήτης και ένα αταίριαστο στιχάκι σου εγώ.