" Τ ι μ ω ρ ί α . . ."
Νύχτα, λιμάνι των τρελλών, των προδομένων
με ταραγμένα τα νερά στο γλέντι των ανέμων
Βροχή πιοτό των ποιητών, γλυκό μεθύσι
το σπόρο της παράνοιας ποτίζεις για ν' ανθίσει!
Κάποια σκια στ' άδειο δωμάτιο τριγυρίζει
στης νύχτας τ' άγιο το φως και με φοβίζει
σέρνει τη δίψα της ζητά να μεταλάβει
βροχή να πιεί, τη χαραυγή για να προλάβει.
Ποιας τελετής φύση μου εσύ ποιητική
είσαι θυσίασμα νύχτες δίχως λογική;
Σε ποιου αγίου το βωμό είσαι ταμένη
ποιων μισθοφόρων ιερατείο σε προσμένεi;
Του εαυτού σου η προδοσία συγχωρείται
την πήρε ο αέρας και ποτέ δεν τιμωρείται
Μόνο όταν 'κείνη η σκια κοντοζυγώνει
μέσα στη νύχτα, έναν πέλεκυ σηκώνει
που όπως πάντα προς τον "στόχο" κατεβαίνει
μέχρι που η δεύτερή μου φύση προλαβαίνει!
Παίρνει τον πέλεκυ στα χέρια της, τον κάνει
στίχο, για μιας βραδυάς τη λύτρωση που φτάνει.
Καλαμάτα, 4 Νοεμβρίου 2005. Δ.Μ.