Ένα κόμπλεξ που πιστεύω αξίζει να αναφερθεί, είναι αυτό που έχουμε όταν παίζουμε ως μουσικοί (εννοώ, όταν παίζουμε απλά ένα όργανο και δεν είμαστε και τραγουδιστές). Το έχω συναντήσει και σε μένα τον ίδιο, αλλά και σε άλλους, πολύ καλύτερους από 'μένα, ακόμη και σ' αυτούς απ' την πιάτσα.
Παίζουμε ένα τραγούδι, πχ ένα τσιφτετέλι κι απ' την ανάγκη μας να δείξουμε ότι ξέρουμε πολλά, χώνουμε μέσα και πιο φανκ μπασογραμμές, και περίεργα ρυθμικά κολπάκια. Ώσπου στις 3 ώρες παιξίματος, έχει πια καταντήσει αηδία. Χώνει ο ένας, χώνει ο άλλος, χώνω εγώ, χώνει ο ντράμερ, ο πιανίστας, ο μπουζουξής.
Είναι σα να θαρρούμε ότι έτσι, θα αποδείξουμε κάτι στους συναδέλφους μας και στους από κάτω πιθανόν μουσικούς που θα υπάρχουν. Τελικά, ακούς ένα "Πότε Βούδας Πότε Κούδας", όπου δεν καταλαβαίνεις ισχυρό, ασθενές, ρυθμό, αρμονία, μελωδία, χώρια που πετάμε έξω τον τραγουδιστή (αν κι αυτοί, ακόμη και τέταρτα να τους παίζουμε, πάλι έξω θα πεταχτούν).
Το καλοκαίρι, είχα τη συγκεκριμένη συζήτηση μ' έναν πολύ καλό ντράμμερ, με τον οποίο είχαμε παίξει σε εξτραδάκι κι είχα κάνει αρκετά τέτοια κολπάκια. Τελικά, παρατηρείται στην πιάτσα ότι οι μαέστροι κι οι ορχήστρες, προτιμάνε μουσικούς που να μη χώνουν κολπάκια και να είναι πάνω απ' όλα σταθεροί, βράχοι, ακλόνητοι, παρά κολπατζήδες.