Μιας μακρινής κραυγής η ηχώ
μου ράγισε το χρόνο
κι όλο στο πριν ξυπνάω
και μες τον ύπνο τον απ’ όνειρα ρηχό
δυο χούφτες φως
να μου δανείσει το μετά, ζητάω
Αφτέρουγο, η ελπίδα μου, πουλί
τρελλά παλεύει
να πετάξει στον αέρα
Κι ένα σπασμένο απ’ τον έρωτα, φιλί
έλα, μου γνέφει
παρ’ την ανάσα μου και πάμε παραπέρα
Σπαθί που απ’ το ταβάνι κρέμεται
-αλύτρωτη ψυχή -
καιρό απειλεί να με καρφώσει
Κι όταν το βλέμμα μου, κοιτώντας, καίγεται
γεννάω σιωπή
εκλιπαρώντας το βουβά να με λυτρώσει