Μου πήρε χρόνια πολλά
έναν χειμώνα να διώξω
κι είχα κλειστά τα ρολά
τη παγωνιά του μη νιώσω.
Μόνιμα μ’ ένα παλτό
βαρύ στη πλάτη ριγμένο
κι έναν παλιό μου καημό
μες την καρδιά καρφωμένο.
Κι ήρθες σαν ήλιος θεός,
λιώνει στα χείλη σου ο πάγος,
τρύπωσες ξάφνου ζεστός
μες την καρδιά μου ένας μάγος.
Βγαίνω φωνάζω, γελώ
γέμισε αγάπη ο αέρας
βαθιά στη ματιά σου κοιτώ
το θαύμα τούτης της μέρας
Μου πήρε χρόνια πολλά
το καλοκαίρι να ζήσω
ν’ ανοίξω πάλι ρολά
και το παλτό μου να κρύψω.
Μ’ ένα μαντήλι λεπτό
γύρω δεμένο απ’ τη μέση
και με τον ήλιο αγκαλιά
να τριγυρνάω μ’ αρέσει.
Κι ήρθες σαν ήλιος θεός,
λιώνει στα χείλη σου ο πάγος,
τρύπωσες ξάφνου ζεστός
μες την καρδιά μου ένας μάγος.
Βγαίνω φωνάζω, γελώ
γέμισε αγάπη ο αέρας
βαθιά στη ματιά σου κοιτώ
το θαύμα τούτης της μέρας