Ένα μαντήλι μεταξένιο απ΄το Σουφλί
Είχα αγοράσει
Και δεν το μόλεψε ο καιρός, αν και πολύς
Στο Διδυμότειχο μιλούσα της βροχής
Πλάι στα ερείπια του Καλαί, να ΄ρθει
Να ξαποστάσει
Μαζί με άσπρες μαργαρίτες, να δροσίσει
Να ποτίσει
Ψυχές που κρύβονται σε κάστρα πονεμένα
Κι έχουν τα πρόσωπα ακόμη δακρυσμένα
«Τη Υπερμάχω» ψέλναν, πρίν το αίμα τους
Τους πνίξει
Βαρύ Θρακιώτικο κιλίμι, όλη η πλάση
Σκεπάζει μνήμες, που τις τρύπησε η σκουριά
Σ΄ Ανατολή βυζαντινή, σκύβει να κλάψει
Μια Δύση που έλιωσε καντήλια και κεριά
Εκεί της λήθης, τρέμει τ΄ασβεστο λυχνάρι
Μα δεν σβύνει
Τις νύχτες φώς απόκοσμο, μοιάζει με κουρνιαχτό
Μου το μολόγησε μαντήλι, διαλεχτό
Που ΄χει το χρώμα της φωτιάς, που άσβεστη
Έχει μείνει
Κορτσούδι ανέμελο, βουτάει σε ποταμό
Τον μαύρο Έβρο
Και βγάζει φυλαχτό, βαρύ σταυρό
Το ρίχνει απέναντι, ξορκίζει το κακό
Στις Καστανιές θα στείλω, το μαντήλι μου,
σαν εύρω
Βαρύ Θρακιώτικο κιλίμι, όλη η πλάση
Σκεπάζει μνήμες, που τις τρύπησε η σκουριά
Σ΄ Ανατολή βυζαντινή, σκύβει να κλάψει
Μια Δύση που έλιωσε καντήλια και κεριά