Μέρες της άνοιξης σαν νύχτες του χειμώνα,
φωτιά ξημέρωσε,μα βρέχει στο Ντεπό.
Βρήκα της νιότης μου τον πορφυρό χιτώνα,
θα τον φορέσω μήπως και με θυμηθώ.
Πάνω στα ρούχα μου,τα χρόνια κολλημένα,
με την ενήλικη κατάντια μου γελώ,
γίναν' τα θέλω μου σκυλιά αγριεμένα,
μα τ' αγαπάω και στο στόμα τα φιλώ.
Θαλασσοδέρνομαι στη μέση της ερήμου,
κι απ' τα υπόγεια βουτάω στο κενό,
ίσως γιατί δεν έχω πάντοτε μαζί μου
μια τηλεόραση να δείχνει ουρανό.
Κάποια διαδήλωση περνάει από μπροστά μου,
ρίχνομαι μέσα,κι ας μην ξέρω τί ζητώ,
θα κυνηγήσω τα μεγάλα όνειρά μου,
ένα αυτοκίνητο και ένα κινητό.
Ούτε κατάλαβα πώς έγινα 30,
με μια δουλίτσα και δυο δάνεια να ζώ,
κι αν τραγουδάω που και που καμμιά μπαλάντα,
είναι γιατί μέσα στα μάτια σου επιζώ.