Το ποιήμα αυτό ξεκίνησε από ένα ποιήμα της θυγατέρας μου Σοφίας
που έγραψε για μένα και μού το αφιέρωσε με πολλή αγάπη .
Το τροποποίησα πολύ , κράτησα μόνο τις πρώτες
και τελευταίες στροφές του .
Ωστόσο πιστεύω ότι όμορφα έγραψε κι αυτή ,
και δίχως αυτήν δεν θα το είχα γράψει .
Είναι μόλις 23 χρονών το Σοφικιώ μου , και βέβαια αυτό το "μόλις"
ισχύει για μένα που είμαι πατέρας της , όχι για όλους .
Φεύγω
Φεύγω δίχως κανένα στεναγμό
και βάζω τα καλά μου
φορώ τη νύχτα για παλτό
κι ένα λουλούδι στα μαλλιά μου .
Μπαίνω στο τραίνο τών οκτώ
'κείνο που πάει στην Κατερίνη
σε είδα που ήρθες στο σταθμό
αλλά δεν ήσουν πια "εκείνη" .
Φεύγω , κι ας μοιάζει τούτο 'δώ τρελλό ,
μια τρέλλα είναι όλο τούτο το ταξίδι .
Φεύγω και παίρνω τα όνειρά μου αγκαλιά ,
τρυπώνει μέσα στην ψυχή μου η σιγαλιά .
< οι πιο κάτω στροφές είναι δικές μου >
Τρέχει το τραίνο και περνάει τους παλιούς σταθμούς
σταθμοί που ήταν μόνο για καφέ και για τσιγάρα ,
είχαν πολύ κόσμο κι άρωμα και πινακίδες επιβλητικές,
μα ήταν μόνο για καφέ και για ένα πακέτο τσιγάρα .
Στάχυα χρυσίζοντα στον κάμπο τής Θεσσαλίας ,
ήλιος σκληρός , ήρθε νωρίς εφέτος η ζέστη ,
κλείνω τα μάτια , ξάφνου ήλιος κόκκινος που δύει ,
νάσου κι εσύ , δίπλα σε μια θάλασσα γαλάζια .
Πονάνε τούτες οι στιγμές μα θα 'ρθουν κι άλλες ,
φωνή τελάλη που αναγγέλει τον επόμενο σταθμό ,
κόκκινο τ' αυτοκίνητο που σε έφερνε κοντά μου ,
και μπλε το τραίνο που με πάει μακριά σου .
Μη , φωνάζει κάποιος , κι ύστερα πάλι ο ίδιος ήχος ,
ήχος μονότονος και υπνωτικός
ντουπ-ντουπ χτυπάνε οι τροχοί επάνω στις ράγες ,
η καθεμιά τους μια ανάμνηση από ένα ταξίδι άλλο .
Στον κήπο ένας γάτος σεργιανούσε και νιαούριζε χαζά
στο κρεββάτι μας δίπλα ένας άλλος γάτος μας κοιτούσε
έπαιζες μαζί του κι αυτός ο καημενούλης σε αγαπούσε ,
έτρεχ' η ζωή , κι ο θάνατος έφερνε φαντάσματα βουβά .
Δεν το κατάλαβες ποτέ πόσο πολύ σε είχα αγαπήσει ,
στάχυα χρυσίζοντα στον κάμπο τής Θεσσαλίας ,
φωνή τελάλη που αναγγέλει τον επόμενο σταθμό ,
κι όλο μια αίσθηση πως δεν υπάρχει επόμενος σταθμός .
Μια τρυφερότητα μέσα μου και μια στοργή για σένα ,
κι ύστερα πάλι ξανά και ξανά το όπλο μου στο χέρι ,
πόλεμο έκανες τον έρωτα , αγάπη μου γλυκειά ,
κι εγώ σαν μισθοφόρος τον πόλεμο ακολουθούσα .
Θολώνουν , σβύνουν , χάνονται όλ' αυτά
θολός ο νους σου θολές κι όλες οι σχέσεις σου ,
μια νυχτοπεταλούδα πιο απαλή απ' το μετάξι
πετάει και κάθεται στο χέρι μου επάνω .
Φιλιά προδότικα κι έρωτας χάρτινος σαν κομφετί ,
φτηνά ξενοπηδήματα ντυμένα με στρας και σελοφάν ,
τα ψέμματά σου μια ατέλειωτη αράδα ήρθαν και με πνίξαν ,
σ' ένα ντενεκεδένιο μνήμα γράφτηκε η μόνη αλήθεια τελικά :
ενθάδε κείτονται όλα τα ερωτικά σου "μεγαλεία"
< οι επόμενες στροφές είναι τής κορούας μου Σοφίας >
Φεύγω , σαν όπως ένα ξωτικό
φεύγω και φοράω ένα στέμμα ,
ρουμπίνια κόκκινα το στολούν
κόκκινα σαν το αίμα .
Δίπλα μου ήσουν κάθε πρωϊνό
ήσουν σαν το αγιάζι ,
άλλαξες σε μια στιγμή
και έγινες χαλάζι .