Διάλογος....
Ψηλαφείς το σκοτάδι...
-Βρέχει στους άδειους δρόμους,
θαρρώ και στη καρδιά...
-Όμως γιατί;
-Τι; Δε σ'ακούω....
Μη με ρωτάς...έχω ξεχάσει να ακούω...
Άκου...τα αηδόνια ή τα σπουργίτια
δε σ'αφήνουν να κοιμηθείς τα χαράματα...
Ενώ το ροχαλητό του πατέρα σου
απ'το διπλανό δωμάτιο,
σπάζοντας την πλανόδια σιωπή,
διαπερνώντας τοίχους και λεπτά,
δε σ'αφήνει ούτε καν να διαβάσεις.
-Τις νύχτες όλα μοιάζουν
αβάσταχτα ηχηρά...
-Ναι, μόνο που κανένας
ήχος δεν είναι βαρύς
για τη σκέψη...
Ουτέ καν το ροχαλητό
του πατέρα μου δεν
μπορεί να την ενοχλήσει...
Κι ενώ ο Δημοσθένης
προσπαθεί να πείσει τους
Αθηναίους για πόλεμο υπερ
της Ροδίων ελευθερίας,
εσύ πετάς στα κατακάθια του χθες....
-Ποιο χθες;
Το χθες ανήκει στην ανυπαρξία!
Και το σήμερα αφήνεις να περνά αβίαστα
μπροστά απ'τις οθόνες των ματιών σου...
Ψηλαφείς τον εαυτό σου...
-Είσαι μόνη!
Μόνη ανέβηκες τα σκαλιά
τούτης της σκηνής, μόνη θα
κατρακυλήσεις μια μέρα απ'αυτά
στο κενό, στην ανυπαρξία...
-Όχι, όχι εγώ....σταμάτα, φύγε!
-Δε ξέχασες ακόμα να'ακούς μικρή μου!
-Φύγε!Εχώ κλείσει τ'αυτιά μου!
Δε ξέρω να ακούω, έχω ξεχάσει να ακούω!
-Είσαι ένας ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ στις ζωές των άλλων!
-..........
-Τι; Είπες κάτι; Λιγόστεψε η φωνή σου....
Είσαι μια μικρή, ολιγόζωη φυσαλίδα...τίποτα άλλο!
-..........
-Πως είπες;;;
Σε σάπιο ωκεανό γυρεύεις οξυγόνο;
Τι ανόητη!
Κοιμήσου καλύτερα....
Αύριο...αύριο θα'χεις ξεχάσει....
Σ'αρέσει να ξεχνάς...
Σ'αρέσει να κάνεις πως δεν ακούς...
Σ'αρέσει να μην είσαι εσύ...
[Βαθιά και φανερά επιρεασμένη από τους διαλόγους του Δημοσθένη (pimami)....
Δημοσθένη ευχαριστώ...]