Ισως τα φώτα ν'άπλωσαν παντού μα ερειπωμένος ο ήλιος
και είναι σαν άστρα φωτεινά που έγειραν στη γή
πώς θα περάσω μοναχός τον μαραμένο κήπο
που αντίκρυζα στον ύπνο μου σαν είμουνα παιδί
Τόσοι τυφώνες μέσα μου και σκοτεινά ερείπια
τόσοι άνθρωποι που χάθηκαν και έγιναν σιωπή
πιά καλοκαίρια ήτανε που μού είπαν την αλήθεια
και πιό φθινόπωρο άγγιξε την έκπτωτη ψυχή
Μα όσο θυμάμαι χάνομαι δαίμονες ανασταίνω
κι όσο η νύχτα προχωρά απλώνεσαι γυμνή
μα έχω τα μάτια μου κλειστά πρίν με τυφλώση ο χρόνος
και το μυαλό μου το φτηνό δεν έχει πιά φωνή
Πανέμορφη πικρή βραδιά πατρίδα της φωτιάς
μέσ'την αφόρητη ματιά της κρύας μου ψυχής
μοιάζεις με χρώμα σπάνιο που έσβησε ο κόσμος
κι όμως στα μέσα μου έβαψες τα έγκατα της γής
Σαν πιάσει το ξημέρωμα στις θάλασσες του κόσμου
και σάν ζεστάνει η ανατολή η νύχτα θα χαθεί
κι όπως θα χάνεται αργά απ'το παραθυρό μου
θα'μαι και γώ ένας άνθρωπος που έγινε σιωπή.......Κ........