Ταΰγετος (37.19 22.14)
Ένα συννεφοκάπελο μου φόρεσαν στολίδι
χαρά στο ανθρώπινο ασκέρι.. έρχεται βροχή…
μα πιο πολύ σε μένα -το βουνό του ποιητή-
για χάρη του αγνάντιου μου κατάντησε μουσκίδι
Του χάρισα τον βρυχηθμό της αιώνιας πληγής μου
γύρισε και με κοίταξε και γέλασε πικρά
είπε τη λέξη κι έφτυσε τον κόρφο του κρυφά
φαίνεται πως τον φόβισαν τα Ρίχτερ της φωνής μου…
Μέσα στον κόσμο χάθηκε… ζητούσε να μιλήσει
-κάποτε είπε: μοναχός δε ζει ούτε ο Θεός-
σε κάποιον για να μοιραστεί το σκότος και το φως
κι έτσι στον όχλο βάλθηκε ζωηρά να κολυμπήσει…
Και ‘γω που χρόνια χάριζα και πάντα θα μοιράζω
απλόχερα σ’ ανατολή και δύση τη σκιά μου
δεν έχω μήτε άνθρωπο, μήτε Θεό σιμά μου
με λεν’ αρσενικό βουνό που από ψηλά κοιτάζω.
Οι ποταμοί, τα χιόνια μου, πού τάχα να χωρέσουν…
Οι λέξεις του μικρού ποιητή πατρίδα πού να βρουν…
Στου ήλιου το φως οι άνθρωποι προσμένω να με δουν…
Να νιώσουνε τα λόγια του θα ‘θελε να μπορέσουν…
Δ.Μ.