Σήμερα το απόγευμα θα έρθω,
θα βγω στην παραλία σου γυμνός,
αμήχανα να νιώσεις να γελάσεις,
να πεις δεν ξέρω ποιος είναι ο τρελός.
Έτσι θα τρέχω γυμνός στο πέρα δώθε,
να σε ακούσω να φωνάζεις δυνατά,
τον τρέλανε ο ήλιος τον καημένο,
φωνάξτε να ‘ρθουν να τον πάρουνε παιδιά,
φωνάξτε να ‘ρθουν να τον πάρουνε παιδιά.
Να μ’ αρνηθείς για δεύτερη φορά,
στα μάτια σου να δω το δεν με θέλεις,
ν’ απορείς αν πράγματι είμαι εγώ,
να κάνεις πως δεν είδες ούτε ξέρεις,
να κάνεις πως δεν είδες ούτε ξέρεις.
Στην άσπρη την πόδια θα σου γελάω,
μέσα απ’ τα κάγκελα αντίο θα σου πω,
αμήχανα θα νιώσεις βρε το ξέρω,
και θ’ αρνηθείς και το αντίο μου αυτό.
Θα μ’ αρνηθείς για ακόμη μια φορά,
η τρίτη θα είναι αυτή η τελευταία,
μα μόλις έρθει το βράδυ η νυχτιά,
θα με θυμίζουνε τα γέλια στην παρέα,
θα με θυμίζουνε τα γέλια στην παρέα.
Κι όταν περάσει ετούτη η χρονιά,
του χρόνου ίσως πάλι την ίδια μέρα,
μ’ ένα δάκρυ στα μάτια σου θα ‘ρθω,
με μία λέξη που θ’ ακούσεις στην παρέα,
που είναι ο τρελός να περάσουμε ωραία.
που είναι ο τρελός να περάσουμε ωραία.