Ήταν η νύχτα φωτεινή, με φως από σκοτάδι
και η μοναξιά μεταξωτό πανί, πανύψηλο κατάρτι…
τα μάτια μου σήκωσα ψηλά, σχίζοντας τις ατμόσφαιρες
πέρασα τα θολά, τα αχνιστά νεφελώματα,
που όπως ξυπνούσαν χάιδευαν παράξενους αστερισμούς…
Στα σύνορα που ο ουρανός περπάταγε στη θάλασσα,
στοές από ασήμι, άπλωναν μοναχικά
και μέσα τους ψιθύριζαν, σαν βάδιζαν αερικά,
στοιχειά, πάνω απ’ τα κύματα και μέσα απ’ τους βυθούς,
σέρνονται στην αμμουδιά,
κορμί με το κορμί γαντζώνονται με νύχια κοφτερά
και στα μαλλιά μας μπλέκονται,
βίαια τραβώντας μας προς τα βαθιά
ύψωσαν λάβαρα μα και φωτιές, πορεία στο απέραντο
σε μια επανάσταση ερημική…
…εμείς ερωτευμένοι…
Το κύμα έρχεται φωσφορικό,
απ’ το βαθύ, νοσταλγικό σκοτάδι
κι η ώρα τώρα πέρασε,
ίσως να ξημερώσει,
οι ουρανοί θα γίνουν ένα
και απ’ το βάθος
οι στεριές θα υψωθούν σε μια πραγματικότητα
που δεν μπορεί απέναντί μας να σταθεί…
κι εμείς…
ένα υλικό, ανθεκτικό στη μοναξιά!
δεν τσαλακώνουμε τώρα πια!
δεν πρόκειται να σπάσουμε!
ότι κι αν γίνει αύριο…
εγώ απόψε σ’ Αγάπησα…
(Κωνσταντίνος .Γ)