Μάτια που αστράφτουν, μεγάλα λαμπερά
Η ζωή σου όλη, δασωμένα βουνά,
Δως’ μου μιαν ανάσα, ων μου τολμηρό
Δως μου πυγμή, σαρκοφάγο αρπαχτικό.
Έρχεται χειμώνας κ συ ακολουθείς
Πλάσματα του νότου, με θάρρος θα δυθείς
Μαζί με τον κιρκινέζι, ταξίδι μακρινό
Σ΄ένα έρημο πύργο, καινούριο σπιτικό.
Κύκλους κανείς, ζυγιάζεις τον καιρό
Μοιάζεις περισπωμένη στου γαλάζιου το κενό
Υψώνεσαι ξανά ισορροπείς στον ουρανό
Μένεις μετέωρος κ γω σ’ ακολουθώ
Πετάς ψηλά, ταλαντεύεσαι, χορεύεις
Χαμηλώνεις απότομα κ άξαφνα ημερεύεις
Δώσε μου κ μένα φτερούγες μακριές
Να πετάξω στις ποιο ψηλές βουνοκορφές
Σταχτόξανθοι ιεράκιδες ζυγώνουν κατά δω
Φοβούνται τα πετούμενα, σκληρό το γνωμικό
Σαν άγκιστρο μυτερό, το ράμφος σου γαμψό
Βελόνες θα με μπήξουνε, το νύχι σου γυμνό
Έσπασες τα σχήματα, τα μάτια σου με βρήκαν,
Τα σουβλερά σου νύχια στη σάρκα μου μπήκαν,
Θύμα σου, κατάχαμα πέφτω, με σκοτώνεις
Με την αφάνταστη ορμή σου με λυτρώνεις.