Φεγγάρια ραγισμένα πλησιάζουν κι άπνοα οι νύχτες σιγούν
πίσω απ’ τα πρόσωπα μας, πάνω στα υγρά μας βλέφαρα
με λεπίδες κι ακόνια σκυφτά προσκυνούν,
δακρύζουν βροχερά κι αναμένουν να εξορκιστούν
σ΄ ένα κρύο αγκαθερό που όπως μες από δάση σκιερά
και από βουνά με ίχνη από ουρανό σαν φως σκιάς θα έρχεται.
Έχει δυο μέρες που ο χειμώνας πάτησε στη γη μου,
δίνοντας στους κήπους καινούργια πνοή
κι έναν μεγάλο θάνατο να ξεπλυθούν στους δρόμους
μ’ ένα καθρέφτισμα παγερό του ήλιου,
κι ήρθε καιρός με νυχιές και με δαγκώματα
να πλυθούμε κι εμείς σαν αντίμαχα θηρία
σαν δυο άγγελοι αδέσποτοι,
γλιστρώντας απ’ την κενή αθωότητα στην αχόρταγη γνώση
για έρωτα, για ένωση, για πόνο, μεταμορφώνοντάς μας
σ’ ότι πιο φωτεινό ο χρόνος θα φέρει στους τοίχους που υψώνουν…
στις όψεις που σφίγγουν…στις αποστάσεις που φώτισαν…
στους καθρέφτες που έσπασαν…στα όνειρα που τρόμαξαν…
στις γραμμές των χεριών μου που όπως άνοιξα την πόρτα σκότισαν…
Τέλος εδώ! για μια αρχή που θέλησα να ζήσω,
για έναν Θεό που θέλησα να δημιουργήσω,
για έναν δικό μου Θεό!
Παγωμένο το μέτωπο φωτίζω τώρα με λόγια και έννοιες,
Με ένοχες εκπνοές συνεχίζω να ζω κι έτσι θα ζω αιώνια,
να δημιουργώ σκοτώνοντας όνειρα κι αιτίες
για να μπορώ να θλίβομαι κι έτσι να υπάρχω καταφώτιστος
όσο ποτέ δεν θα μπορέσω να υπάρξω
και σελίδες λευκές ασήμαντες θα μετατρέπω σε φτερά
τρόπος μοναδικός για να βρίσκομαι ανάμεσα από αστέρια
εκεί που αχόρταγα βασιλεύει η σιωπή κι ήχος γήινος δεν φτάνει,
εκεί που η γαλήνη απροστάτευτη αγριεύει
τρέφοντας μας με ευχές.
Δική μου ευχή!
Να σβήσω από χάρτες, σύνορα και λίστες ανθρώπων
να ζήσω με τα σώματα του ουρανού
και έτσι να σβήσω καθαρός
κι ανέγγιχτος απ΄ τους ανθρώπους
πέφτοντας κάποια κρυστάλλινη βραδιά
σ΄ ακραίες εκτάσεις ανεξερεύνητων βυθών
και στη γη να υπάρξω μοναχά σαν έννοια
που ανέτειλε από ήλιους εξώκοσμους
κάποιου ποιήματος που ράγισε…
Κωνσταντίνος. Γ