Η πιο βαθιά εικόνα των ματιών σου κρατά τον ουρανό
Εκεί που τα χρώματα συγχέονται,
εκεί που τα χέρια ενός αγγέλου παίρνουν τη λάμψη ξυραφιού,
Πέρα απ’ το άγριο κύμα να σχίσουμε τα φώτα,
Εκεί που η ζωή δεν ξεχωρίζει απ’ την αλήθεια, την πόλη να γκρεμίσουμε.
Λίγο από νύχτα, λίγο από φως,
εδώ η ζωή κι ο θάνατος εδώ!
Ξημερώνει…
Στο πιο απέραντο τοπίο κατοικεί η γαλήνη,
Μήπως είναι η πόλη που κρατά την θλίψη;
Μήπως αν φύγω τώρα κάπου θα βρω τον ήλιο;
Γιατί στα νύχια των ματιών μου μπερδεύτηκε ο ορίζοντας.
Το πρώτο σχέδιο έρχεται πάντα απ’ την σιωπή,
Οι οικοδομές υψώνονται ως την νύχτα
Και νύχτα φέρνουν ως εδώ
Ξημερώνει…
Κι είμαι ακόμη εδώ, μάλλον για ώρες εδώ, απ’ το σπουδαίο βράδυ
στο παγωμένο παράθυρο, μα δεν το ξέρει κανείς
οι τόσοι άνθρωποι της ζωής μου…δεν το ξέρει κανείς.
Πιο ρολόι μπορεί να περιγράψει τον χρόνο;
Πια φλέβα να μιλήσει για ζωή;
Ξημερώνει…
Με το μάτι του Θεού πάνω απ’ την πόλη τυφλό
μέσα από σύννεφα άγρια το θαύμα της άγνοιας υπάρχει,
κοιτώντας προς την μεγάλη ερημιά του κόσμου,
τα παγωμένα τζάμια αγγίζω
κι ακολουθώ με τα δάχτυλα τα αστέρια που έσβησαν.
Το πρώτο φως, το άγιο φως,
η ένωση εντός μου.
Ξημερώνει…
μια καλημέρα προς τον κόσμο
πριν υψωθεί ο ήλιος ίσως για ν’ ακουστεί
ίσως μοναδική, ίσως μόνο σήμερα, κάτι να βρω με ουσία
στα πρόσωπα των δρόμων, στα κρύα χείλη
στα συρμάτινα λόγια που αμίλητα απορούν
κι όμως ξεκάθαρα ζητούν την φθίνουσα πορεία της εποχής.
Ξημερώνει…
κι εγώ μιλώ με την βροχή
που φέρνει γη από τις πιο μακρινές πατρίδες
ας φέρει απόψε κι ένα ίχνος πριν το τέλος,
έστω μια σωτηρία πριν την ανάσταση από γεμάτα καλοκαίρια
γιατί ο κόσμος στο μυαλό μου δεν έρχεται σωστά,
έμεινε μόνο ένας νεκρός προφήτης
από μια δικαιοσύνη άσχημη
έμειναν μόνο οι ακόλουθοι
μιας δικαιοσύνης άσχημης
μα πάνω απ’ όλα
μια δικαιοσύνη άσχημη!