Εργάζονται σκληρά
ερπύστριες κι εκσκαφείς να καταφέρουν
να στεριώσουν μια εποχή
που την ξέχασαν οι άνθρωποι.
Η απορία του κόσμου
για παράλογες βροχές και καταιγίδες
θαμμένη στα χώματα
ανασαίνει από τη χαραμάδα της ελπίδας.
Οι πάντες εθισμένοι
στον καπνό του παράδοξου
με το φίλτρο της εικόνας
του θαμπού του γυαλιού, δε σαλεύουν.
Στα αζήτητα
περβόλια, ποταμοί,
λεμονιές, πορτοκαλιές,
τα παραμύθια της γιαγιάς
για έναν κόσμο που υπάρχει
στα αζήτητα κι αυτός.
Της ελπίδας τα εγγόνια
της άνοιξης γονείς
καρτερούν τα χελιδόνια στις φωλιές,
τις γκρεμισμένες, της αγάπης.
κι εργάζονται ακόμα οι μηχανές
ασθμαίνοντας
το χώμα ανασαίνοντας
σκαλίζουν έναν κήπο γιασεμιά
που σκαρφαλώνει
σ’ έναν κόσμο δέκα πήχες πιο ψηλά
κι οι ρίζες δέκα οργιές κάτω απ’ το χώμα.
Εκεί που είναι δέκα αιώνες ιστορία
και δέκα μέρες αύριο.