Χρόνια τώρα ένα κουφάρι πα’ στην άμμο είναι βγαλμένο
έχει ναύτες, καπετάνιους, πλήρωμά του, τολμηρούς
που στη γέφυρά του στέκουν κι αγναντεύουν τους καιρούς
κι όλο στρέφουν να ξεφύγουν το τιμόνι τ’ ασημένιο.
Δε δοκίμασε κανείς τους να σαλτάρει απ’ το βαπόρι
το φορτίο του φυλάγουν από τα πειρατικά
μες τα αμπάρια είναι κρυμμένα του νερού τα μυστικά
που τους τα ‘πε κάποια νύχτα του Ωκεανού η κόρη.
Τον καπνό τους ξεφυσάνε και κερνούν το μαϊστράλι..
Ο Σορόκος και η Όστρια τα όνειρά τους κυβερνούν
στ’ ανοιχτά της πατρικής τους της στεριάς όταν περνούν
των μανάδων τους το χέρι ψάχνουν με το ματοκυάλι.
Σε λιμάνι δε προσμένουν συγγενείς το γυρισμό του
δεν ακούστηκε ποτέ του απ’ το σύρμα το S.O.S.
κι ένας ήχος μόνο φτάνει με του ανέμου τις ριπές
κάποιο θλιβερό τραγούδι που μιλάει για το χαμό του..
Πάνε χρόνοι που ένα μπάρκο στα ρηχά έχει φουντάρει
δεν το πιάνουν οι φουρτούνες, δε ζυγώνουν πειρατές
κι όσοι στεριανοί το είδαν εξυμνώντας του το χτες
δεν ακούν τις άγκυρές του για ταξίδι που βιράρει.
Δ.Μ.