Κοίταζα προχθές τα γκριζογάλανα μάτια σου
κι έψαχνα να βρω μέσα τους
το πόσο και πού σ' άγγιξε ο θάνατος .
Όταν σε ρώτησα γι' αυτό μού 'πες :
"μ' άγγιξε το ίδιο μ' εσένα , αφού τα ίδια μάτια έχουμε" ,
και γέλαγες καλή μου , γέλαγες .
Είπες μετά πως ο θάνατος σ'αναστατώνει
μονάχα την πρώτη φορά που σ' αγγίζει ,
πιο μετά τον συνηθίζεις και τον περιφρονείς .
Όμως χθες τη νύχτα άκουσα την ανάσα σου
ακανόνιστη και πολύ βαρειά ,
ήταν ωσάν να μη μπορούσες να την πάρεις .
Σε ξύπνησα αγχωμένος , φοβόμουν ,
εμένα ο θάνατος ακόμη μ΄αναστατώνει
όταν αγγίζει πρόσωπα που αγαπώ .
Είπες πως έβλεπες ένα όνειρο ,
πως ήταν μια βαθειά γκρίζα θάλασσα ,
κι εσύ βυθιζόσουν μέσα της , πνιγόσουν .
Σού είπα πως τούτη η θάλασσα στα όνειρά μας
είναι η ίδια η ψυχή μας
κι όλος ο φόβος μας είναι επειδή δεν τη ξέρουμε .
Ύστερα γέλασες πάλι τόσο όμορφα
που τα γκριζογάλανα μάτια σου
έπαψαν να μοιάζουν με θάλασσα σε καταιγίδα .
Έλειπε η Μαριλένα κι όλο το σπίτι ήταν δικό μας ,
έτσι έπιασες να παίζεις στο πιάνο μες στη νύχτα
ένα tango latin που πολύ αγαπώ .
Και τραγουδούσες με φωνή καθαρή :
"... κι εσύ να μένεις εκεί , εσύ να πέφτεις εκεί ,
εσύ για πάντα να κλαις , να γελάς ,
δίχως λόγο κι αιτία ,
εσύ να μένεις εκεί ,
εσύ που ανήκεις εκεί ,
και η αγάπη που πάντα πιο λίγη
να μοιάζει τού κόσμου αμαρτία ..."
"...Κι εγώ μαζύ σου εκεί , κι εγώ μαζί σου εκεί ..."
Ένα συνεργείο τού Δήμου πέρασε σήμερα το πρωί
και κλάδεψε όλα τα δέντρα έξω απ' το σπίτι σου ,
κι εσύ πάλι γελούσες .
Τούτο το γέλιο κι εκείνο το δάκρυ όταν πονούσες βαθιά
να 'ξερες το πόσο έκλεψαν την καρδιά μου ,
έτσι τόσο ανθρώπινη που είσαι .
Κι εδώ , στο τέλος αυτού τού κειμένου ,
μονάχα ένα τραγούδι μού 'ρχεται στο νού ,
είν' αυτό που έλεγες στα Ισπανικά .
Από εδώ σού στέλνω την αγάπη μου
Βέρα καλή , Βέρα στοργική , Βέρα όμορφη .
Καλή ανάρρωση μάτια θλιμμένα γκριζογάλανα .