Αν σταθείς, λέει, για πολύ ώρα στην άκρη
Ίσως να νομίσεις κιόλας πως κινήσε...
Όλη η γης απέραντο, ατέρμονο καράβι
Κι εσύ μοναχικός, νοσταλγός επιβάτης.
( Κι ούτε ξέρω αλήθεια, τι είναι αυτό που τα χείλη μου χαϊδεύει πικρό.
Κάποια θάλασσας σταγόνα ή κάποιο ξέμπαρκο άνευ λόγου δάκρυ; )
Αν ακολουθήσεις, λέει, τ'απόνερα με την αφή,
Όλα θα δείς, πως φεύγουν και γυρνάνε ξανά
Αφημένα πάντα στου Αιόλου τα θελήματα...
Σα σκισμένο από χθεσινό ναυάγιο πανί.
( Κι ούτε ξέρω αλήθεια, τι μένει κάθε που μισεύει η άπιαστη στιγμή.
Στο λιμάνι ένας καημός που ποτέ δε ταξιδεύει ή τάχα μια μνήμη-λεπίδι
κοφτερή; )
Θα δεις, λέει, να καταργούνται πράγματα αιώνια.
Θάλασσα κι ουρανός ταπεινά θα υποκλίνονται μπρος σου
Κι η άνωση με τη βαρύτητα θα μάχονται για το χαμό σου
Κάτω απ'τα τρεμάμενα, μικρά σου πόδια.
( Κι ούτε ξέρω αλήθεια, ποιος χαμός με μεθά πιο πολύ.
Του Χρόνου η Άνωση του χαλαστή ή του Είναι η Βαρύτητα
η ασθενική; )
Ύστερα, λέει, θα ξυπνήσεις ιδρωμένος αργά το μεσημέρι
Στη σκληρή αγκαλιά της υγρασίας και της σήψης.
Στο πάτωμα θα κείται τ'όνειρο που θέλησες να αγγίξεις.
Κι ένας απλήρωτος λογαριασμός θα χάσκει στο τραπέζι.
( Κι ούτε αλήθεια θα μάθω ποτέ, που η αλήθεια με χλευάζει κρυμμένη.
Στην επόμενη σελίδα που ποτέ δε τελειώνει ή εκεί, που μια άγνωρη αγάπη
γη και θάλασσα ενώνει; )