Προσχέδιο συνάντησης μου υπαγόρευσε απόψε
η σαΐτα του χρόνου.
Όλα τα σχεδίασα όπως πρέπει και μου αρμόζουν.
Θα φορέσω ένα φόρεμα καμωμένο από
φύλλα χρυσοκόκκινα φθινοπώρου
και στο βάδισμά μου θα ξεπηδούν θροΐσματα και μελωδίες.
Στα πόδια, ένα ζευγάρι γόβες σκαλισμένες με φεγγαρόπετρες
για να ιριδίζουν τα βήματά μου στις
φεγγαροακτίνες της νύχτας.
Στα χείλη θα απλώσω λίγες λάμψεις αστεριών.
Ύστερα, θα ζητήσω απ’ τις νεράιδες τ’ ουρανού
ένα ζευγάρι διάφανα φτερά,
όχι για να πετάξω, μα για να κάνω πιο ανάλαφρη τη φυγή.
Και τα ξωτικά του δάσους θα χτυπήσουν τα ραβδιά τους
και θα μου δώσουν ένα ουράνιο τόξο
στο χέρι να κρατώ.
Έτσι φεγγαρολουσμένη και ιριδίζουσα
θα έρθω να χτυπήσω την πόρτα σου.
Και σαν ανοίξεις, θα στέκομαι αντίκρυ σου με χείλη μισάνοιχτα
κι’ ένα φεγγάρι θα γυαλίζει μέσα στις λίμνες των ματιών μου.
Δεν θα μιλήσω.
Να μην μιλήσεις ούτε ‘σύ!
Έτσι προστάζει η αλλοπαρμένη εμμοννή μου.
Απλώνοντας τα χέρια,
θα σε πασπαλίσω με αστερόσκονη,
να λαμπυρίζουν τα όνειρά σου
και στους ώμους σου θα ρίξω ένα ουράνιο τόξο,
για να μην κρυώνεις.
Και μετά… με ένα τίναγμα των δανεικών φτερών μου
θα σου γυρίσω την πλάτη..!
Θα τρέξω να χαθώ στο λευκό αφρώδες σώμα της θάλασσας.
Θα ζήσω εκεί για πάντα.
Δεν θα ρωτώ τους ναυτικούς αν ζει ο βασιλιάς μου.
Μόνο θα περνώ τυχαία από μπροστά τους,
θα τινάζω δήθεν άθελα τα μακρυά μου μαλλιά
και θα αφήνω να αναρωτιούνται
τί πλάσμα τάχα να ‘μαι…
* Στους ανθρώπους που στόλισαν με απουσίες τη ζωή μου..