Την τεχνική της παραδοσιακής κιθάρας τη διακρίνουμε έντονα σε κάτι παλιές ηχογραφήσεις ή καμιά φορά σε μαγαζιά που παίζονται ρεμπέτικα ή κάτι παραδοσιακά που θυμίζουν Σμύρνη. Κιθάρες με συρμάτινες χορδές (πολλές φορές και κλασικές με συρμάτινες χορδές), διαφορετική κράτηση της κιθάρας, διαφορετική τεχνική στα δύο χέρια, διαφορετικά χορδίσματα και πολύ τόνισμα στα μπάσα, χαρακτηρίζουν αυτή την τεχνική. Συγκεκριμένα, το αριστερό να πνίγει αρκετές χορδές πατώντας συγκεκριμένες ενώ το δεξί να χτυπάει με την πένα τη χορδή με ''απογιάντο''.
Τις περισσότερες φορές σε αυτά τα ακούσματα, η παραδοσιακή κιθάρα αναλαμβάνει μέσα στην ορχήστρα το ρόλο της ρυθμικής βάσης. Κι επειδή υπάρχουν πολλά πρίμα όργανα (κανονάκια, βιολιά κτλ), η κιθάρα περιορίζει τη ρυθμική βάση στα μπάσα της. Άλλοτε παίζει ένα στακάτο ρυθμικό και μελωδικό σχήμα, άλλοτε με αυτό το ρυθμικό σχήμα παίζει μία ή δύο νότες κρατώντας ίσο.
Επειδή η τεχνική αυτή είναι κυρίως μπασοπαίξιμο, πολλοί αποκαλούν αυτή την τεχνική ''μπασοκίθαρο''. Όμως το μπασοκίθαρο δεν περιλαμβάνει μόνο μπάσα μέσα. Αν πχ το παραδοσιακό ή το ρεμπέτικο είναι ρυθμός χασαποσέρβικος κι εφόσον το επιτρέπουν το χόρδισμα και η ορχήστρα, ο κιθαρίστας πάνω στα ασθενή σημεία του μέτρου χτυπάει κανονικά ακκόρντα, κυρίως στις τρεις πρώτες χορδές της κιθάρας.
Πριν έρθουν στην Ελλάδα τα όργανα που για να ακουστούν δυνατά χρειάζονταν μηχανήματα, σε αρκετές παραδοσιακές ορχήστρες και μπάντες, υπήρχαν χάλκινα πνευστά. Ένα απ' αυτά τα πνευστά ήταν το ευφώνιο. Σαν ήρθε η κιθάρα κι άρχισε σιγά σιγά να μπαίνει στην παραδοσιακή μουσική, οι ευφωνιοπαίχτες μετέφεραν αυτό που έπαιζαν στο ευφώνιο πάνω στα μπάσα της κιθάρας. Χαρακτηριστικό παίξιμο ευφωνιοπαίχτη που έπιασε αργότερα κιθάρα, είναι αυτό του Σταύρου Ρόδανου που ακούγεται μέσα στο δίσκο Λέσβος Αιολίς.
Μία εξήγηση της επηρροής γι αυτό το παίξιμο είναι η παραπάνω. Μία άλλη εξήγηση είναι ότι αρκετοί ουτίστες, έκαναν ακριβώς το ίδιο με τους ευφωνιοπαίχτες, μεταφέροντας όμως εκτός απ' το παίξιμο και το χόρδισμα. Κι έτσι, βλέπουμε πολλές φορές σε Ρεμπέτικα (κυρίως σε Σμυρνέικα Ρεμπέτικα) κιθάρες με χόρδισμα ουτιού. χαρακτηριστικός ουτο-κιθαρίστας, είναι ο Κώστας Καρίπης.
Οι λαουτοπαίχτες, μεταφέροντας το παίξιμό τους στην κιθάρα, δημιούργησαν ένα πιο πολύπλοκο ρυθμικό παίξιμο το οποίο δεν περιοριζόταν μόνο σε μπάσα αλλά και σε πρίμα ενώ ακούγονται πολύ συχνά γέφυρες στα μπάσα με ντιμινουίτες.
Με τις επηρροές από τη Δύση, η κιθάρα σταμάτησε σιγά σιγά να είναι μόνο ρυθμική βάση κι άρχισε να αλλάζει σιγά σιγά ο ρόλος της. Παίζει ρυθμό κανονικά και πατάνε οι άλλοι πάνω της, όμως τα θεμέλια τα παίζει πια το ακουστικό (ή το ηλεκτρικό) μπάσο, περιορίζοντας την κιθάρα σε λιγότερο μπασοπαίξιμο και περισσότερο ρυθμό σε πιο πρίμες χορδές της κιθάρας με κανονικές συγχορδίες.
Για να παίξει κανείς με αυτή την τεχνική, σημαντικό ρόλο παίζουν τα ακούσματα καθώς επίσης και η μελέτη που θα ρίξει πάνω στους Λαϊκούς Δρόμους. Πρόκειται για κανονική μύηση. Πρώτα ανεβοκατεβαίνεις λαϊκούς δρόμους στην κιθάρα, μετά με το να ακούς (να ακούς συνέχεια και θέλει μελέτη), βρίσκεις τα συνήθεις ακκόρντα που μπορεί να έχει ένα κομμάτι, έτσι ώστε να μπορείς να ακολουθήσεις. Ε, μετά, αφού τα μάθεις όλα αυτά, μένει να έχεις μία καλή τεχνική για να μπορέσεις μέσω αυτής να εξωτερικεύσεις αυτό που κρύβεις μέσα σου.
Έχω κάνει μύηση στην παραδοσιακή κιθάρα, μάλιστα με βοήθησε αρκετά στο να εξερευνήσω κι άλλους πολλούς κόσμους, καθώς επίσης και στο να εργαστώ. Οι παραπάνω πληροφορίες. αντλήθηκαν από την εμπειρία που έχω πάνω στην παραδοσιακή κιθάρα. Πολύ καλό εκπρόσωπο της παραδοσιακής κιθάρας στη σημερινή της μορφή, βρίσκω το Δημήτρη Μυστακίδη.
Φυσικά και δε θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντία στην παραδοσιακή κιθάρα!
Αυτά προς το παρόν, όποιος έχει να συμπληρώσει οτιδήποτε, μη διστάσει.