Χείλια και νύχια κόκκινα βαμμένα
η μουσική να σπαρταράει στα ηχεία
γεμάτο το ποτήρι κι εγώ μεθώ μ' απωθημένα
οι φωτεινές ρεκλάμες γύρω να μου τάζουν ευτυχία
Χωρίς ανάγκη από προφάσεις να με σώσουν
έγινε η αγκαλιά σου μία ξέχειλη αφορμή
δεν παζαρεύω με το χρόνο τη ζωή μου
κι ας ματώσουν
τα ουράνια μπάρκα που σκαρώνω από παιδί
Μια απορία, αθώα με βαφτίζει
ο έρωτας γυμνός το φόβο εμψυχώνει
μα τι τα θες, σα γέλιο παιδικό με αφοπλίζει
στο βλέμμα σου το άγνωστο που με καρφώνει
Δεν έγινα να ζω με περιφράξεις
μ' αναίδεια στο ηλεκτροφόρο σου σχοινί ακροβατώ
τροπαιοφόρος στου γκρεμού μου τις επάλξεις
μ' ένα χαμόγελο τον κίνδυνό σου ορθογραφώ
Εφτά φορές θα σου το γράψω, θα στο πω
την ώρα που κουρσεύεις τα λιμάνια της ψυχής,
όταν στα μάτια σου αναζητάω το θεό,
δεν είναι η αγάπη, μάτια μου, φωτογραφία της στιγμής