Να… βοηθήσω?

Μπόι δυο πήχες, Μπόι δυο μέτρα - κάτω απ’ τη γη
κόψη κακή, κόψη ατσούμπαλη, μες στη στριμάδα
γένια με τρίχες κι ο που ανακάλυψε την αισθητική
εδώ κι εκεί. κι εμέ απάλλαξε απ’ την γενειάδα.
Κούτελο θείο, Κούτελο άξιο να συγκριθεί
λίγο πλατύ, με το ευρύτατο εκείνο του όνου
τρανό σημείο δίχως τα κέρατα θα ‘ταν ευθύ
του ποιητή. κι αν δεν το χάραζαν ίχνη του χρόνου.
Δυο μάτια μαύρα Μάτια μισάνοιχτα και νυσταλέα
χωρίς κακία περιγραφόμενα εκ μαύρου κύκλου
γεμάτα λαύρα κι όμως παππούλη μου, θα ‘ταν ωραία
μα και βλακεία. αν λίγο γνώριζαν τη χάρη του ύπνου.
Μακρύ ρουθούνι Ρουθούνια ευαίσθητα στην κάθε οσμή
πολύ σχιστό, είτε είναι άρωμα είτε είναι βρώμα
κι ένα πηγούνι κι η κάτω γνάθος μου, καθώς χαλαρή,
σαν το Χριστό. κάνει ορθάνοιχτο να χάσκει το στόμα.
Πηγάδι στόμα, Μαλλιά που ουδέποτε ήταν μαλλιά
μαλλιά χυτά ποτέ δεν τ’ άγγιξε κομμώτριας χέρι
γεμίζεις στρώμα ολόρθα στέκουνε, σαν τα καρφιά
μόνο μ’ αυτά. και απελπίζουν κι αυτόν, το μπαρμπέρη.
Μούρη αγρία Μούρη ολοστρόγγυλη, λιγάκι ωχρή
και ζαρωμένη, στριφνή, ανέκφραστη, βλογιοκομμένη
χλωμή και κρύα δε σκάει χαμόγελο κι όλο απορεί
σαν πεθαμένη πάνω σε τζάμια θαμπά κολλημένη.
Κανένα χρώμα Το χρώμα πάνω μου ποτέ δε στέκει
δεν της ταιριάζει λιώνει και χάνεται λες και ξεβάφει
και τωρ’ ακόμα τη μια δέντρο που καψε τ’ αστροπελέκι
βαφές αλλάζει. την άλλη άψυχο σώμα που ετάφει.
Δόντια φαφούτη Δόντια ακανόνιστα και αιχμηρά
όλο σχισμάδες, θρασύτατα εξέχουνε του άνω χείλους
ύφος τσιφούτη και αδιακρίτως δαγκώνω μ’ αυτά
για μαστραπάδες. και τους εχθρούς μου μα και τους φίλους.
(Γ.Σουρής, Η ζωγραφιά μου) (amfenster, Η αφεντιά μου)