Δένω τα χέρια μου και πέφτω στο κενό,
βγες στο μπαλκόνι άμα θες να με γνωρίσεις.
Θα ζήσω ελεύτερος κι ας είναι ένα λεπτό,
και θα με δήξουνε το βράδυ στις ειδήσεις.
όπως πέφτω άμα θες να μου την πεις,
σταμάτησε με όπιο σου κατεβεί κόλπο.
κι όταν στην άσφαλτο ζωγραφισμένη δεις,
με αίμα τα όνειρα μου θα έχουν πιάσει τόπο.
κρέατα σάπια συναντώ στην αγορά,
να παζαρεύουν
τα αλά πανό στα τσιγκέλια,
παπάδες βλέπω να σε μπουζούκια με μωρά,
πάνω σε τραπέζια να χορεύουν τσιφτετέλια.
βλέπω την μανά μου να τρέχει απ` το πρωί,
σε καφετζούδες και σ` αυτές που λένε χέρια.
και τον πατέρα μου να την λέει τρελή,
το μόνο σίγουρο της λέει ην` τ αστερία.
ανακατάταξη δομής και πραχτική,
ότι ανεβαίνει να το ξέρεις κατεβαίνει.
κι άμα βατέψεις μια κόρη το πρωί,
το βράδυ πρέπει να την φέρεις παντρεμένη.
τι βαρέθηκα ρε φίλε τη ζωή,
δεν την αντέχω άλλο πια την γ**ημένη,
απ το μπαλκόνι μου κοιτάζω μια στιγμή,
κοίτα στο ισόγειο ο χάρος περιμένει .