Μπροστά ένας καθρέφτης
είναι καθαρός.
Μα η εικόνα που φαντάζει θολή,
σα να μην θέλει να αποκαλυφθεί η μορφή.
Κοιτάς επίμονα
να διακρίνεις.
Δεν υπάρχει τίποτα,
η εικόνα είναι καλά κρυμμένη.
Μονάχα κάτι τρέχει στην γωνία του καθρέφτη
τ΄αγγίζω.
Αισθάνομαι μια ψύχρα,
μια αλμύρα φτάνει στην γλώσσα μου.
Πού ταξιδεύω πάλι;
Είμαι στο δωμάτιό μου.
Κάθομαι στο γραφείο,
γράφω,
μπροστά μου ο καθρέφτης.
Δεν υπάρχει θάλασσα,
δεν ταξιδεύω.
Κοιτάζω την εικόνα στον καθρέφτη.
Θολή.
Κι η αλμύρα ακόμα στα χείλη μου.
Δάκρυα,
είναι δάκρυα.
Κι η εικόνα παραμένει θολή.