Ψυχή έχω πελαγίσια – σε σώμα στεριανό
δε θέλει κυπαρίσσια – μονάχα πέλαγο
Η νύχτα μόλις πέφτει – απ’ το κορμί το σκα
σε θάλασσα καθρέφτη- γδύνεται και βουτά
Κυλιέται στην αρμύρα- μέσα σε μια αλυκή
τρυγάει την πορφύρα- και βάφεται άλικη
Πλεούμενο ξετρέχει – κι άρμενο συναντά
στα γόνατα προσπέφτει – και το παρακαλά:
«Καράβι καραβάκι – που πας γιαλό – γιαλό
μάθε μου στην αγάπη -να πλέω ή να χαθώ»
Μα απόκριση δεν παίρνει – όσο και να ρωτά
που η αγάπη βγαίνει- που θάλλει ο έρωτας
Με μια αναπνιά βουτάει στα βάθη του βυθού
τη ράχη καβαλάει – λευκού ιππόκαμπου
«Του πέλαου αλογάκι - που δίνες κυβερνάς
πως κυβερνιέται η αγάπη μάθε το και σε μας».
Μα κείνο αφηνιάζει - παίρνει να χλιμιντρά
τη χαίτη του τινάζει - σχίζει τα κύματα
η αυγή χρώμα του αιμάτου - βάφεται κι η ψυχή
στο σώμα του χωμάτου – γυρίζει άπραγη…
Ψυχή φυλακισμένη – σε σώμα στεριανό
τη νύχτα περιμένει – να σμίξει πέλαγο