Ωδή στην λευκή λοκομοτίβα
Ξεκινάω κάπως κλασικά, σαν τα βιβλία που παλιά
διάβαζα το βράδυ.
Ήμουνα τότε μονάχος σε ένα ταξίδι, ξένο.
ως που μια μέρα είδα φως, του δάσκαλου το τρένο.
Πέρασα χρόνια στο σταθμό, βλέποντας τόσα τρένα
Περνούσαν, και έφευγαν, Δίχως θέση για μένα.
Πέρασα χρόνια στην βροχή, με ιδρώτα καλοκαίρια,
είδα να αλλάζουν εποχές, μα όχι για εμένα.
Ως που μια μέρα γιορτινή, πρωτοχρονιάς το βράδυ,
βρήκα μια θέση αδειανή, να χώσω την ψυχή μου .
Στο τρένο του αφεντικού, στο τρένο του αδερφού, μου στο τρένο
του πατέρα, μου μα και του δάσκαλου μου.
εδώ και χρόνια τριγυρνώ, μ ετούτο εδώ το τρένο,
κι όποτε φτάνω σε σταθμό, αμέσως κατεβαίνω,
και αν σε μια γωνιά του δω κεφάλι, να είναι σκυμμένο,
το χέρι του απλώνω, μαζί μου τον παίρνω.
τι κι αν σε πλήγωσε η ζωή; δεν σ έχει ξεγραμμένο,
άκου το φίλε έρχεται, και το δικό σου τρένο.
Μες την κουκέτα μου τώρα πια δέχομαι, κάθε βράδυ,
φίλους,καλούς μου καρδιακούς, και μιας γυναίκας χάδι.
ο καιρός περνάει αργά, και της πληγές μου κλείνω.
μέσα στο τρένο το λευκό, θέση αν θες σου δίνω.
μες τα βαγόνια του θα βρεις, ότι σου είχε λήψη,
εκεί τα βρήκα και εγώ και έχω καταλήξει.
τι κι" αν σε πλήγωσε η ζωή; δεν σε έχει εγκαταλείψει .
Άκου το φίλε έρχεται για εσένα, θα σφυρίξει.