Πήρανε αίμα και φωτιά.
Τα έριξαν μέσα σε κουτιά.
Και είδα ξανά, στραβά να με κοιτάει η μοίρα..
Στον δρόμο λέει εγώ ξανά, στο ίδιο το πάρκο σκοτεινά,
Στο χέρι η μπίρα .
Πες μου τι ψάχνω?
Που είναι οι δράκοι που μου έταξες πατέρα;
Που είναι οι μάγοι που προσέχουν τα παιδία;
Στα παραμυθία που μου έλεγες μητέρα,
Πάντα κέρδιζαν οι καλοί κι` ανθρωπιά
Μα στο δικό μου παραμύθι, κάτι πήγαινε στραβά.
Και ξαφνικά, δεν είχε δράκους και φωτιές.
Δεν είχε ιππότες, και γριές που κάνουν ξόρκια.
Και βασιλιάδες, αυλικούς, μου επιτίθενται μ` ακούς?
Κουρσάροι θέλουν να καταστρέψουν την ψυχή μου.
Κουρσάροι Επιτίθενται και δεν ξέρω τι να σώσω απ την ζωή μου.
Επίθεση με φωτιά και ατσάλι θα πάμε όλοι στην κόλαση σήμερα
Στο παραμύθια δεν πιστεύω τώρα πια.
Σκότωσα τον πατέρα μου με μια τουφεκιά.
Σκότωσα την αδερφή, μετά τον αδερφό μου.
Σκότωσα εσένα αγάπη μου μετά τον εαυτό μου.
Στα παραμυθία μάλλον θα ήμουν ο κακός.