Οι λάμπες(valves-λυχνίες για να το πούμε πιο σωστά) είναι οι πρόγονοι των τρανζίστορ. Η δουλειά τους είναι να ενισχύουν το σήμα της αγαπημένης μας κιθάρας και να το στέλνουν στο ηχείο να ξεκουφαίνουμε τους γείτονες.
Οι λάμπες ή τα τραντζίστορ είναι η καρδιά ενός ενισχυτή, όπως είναι η CPU για τον υπολογιστή μας. Η σημαντική διαφορά τους - που ενδιαφέρει τους κιθαρίστες - είναι η συμπεριφορά τους σε υπερενισχυμένο σήμα. Ενώ τα τρανζίστορ περιορίζουν απότομα τη στάθμη του σήματος, όταν αυτό είναι πάνω από κάποιο όριο (clipping), οι λυχνίες το περιορίζουν βαθμιαία, πιο "γλυκά", να το πούμε έτσι. Αυτό είναι που κάνει τους ενισχυτές με λυχνίες να προτιμούνται από πολλούς.
Υπάρχουν βέβαια και κάποια μειονεκτήματα στους λαμπάτους:
-Χρειάζονται ειδικό μετασχηματιστή εξόδου (--> υψηλό κόστος)
-Η εμπέδηση του ηχείου (σε Ohm) πρέπει να είναι η προβλεπόμενη από τον κατασκευαστή του ενισχυτή, σε αντίθεση με τους τρανζιστοράτους που ανέχονται υψηλότερη εμπέδηση του ηχείου, με αντίστοιχη όμως μείωση της ισχύος.
-Χρειάζονται ρύθμιση που γίνεται - νομίζω - με μία μεταβλητή αντίσταση, μέχρι να γίνει το ρεύμα που περνάει από ένα σημείο του κυκλώματος το σωστό.
Ένας ενισχυτής αποτελείται από τον προενισχυτή και τον τελικό ενισχυτή. Υπάρχουν μοντέλλα που έχουν λαμπάτο προενισχυτή και τρανζιστοράτο τελικό ενισχυτή. Ο προενισχυτής γλυκαίνει το σήμα, ακόμα και αν αυτό είναι παραμορφωμένο (distorted), ενώ το κόστος κρατείται σε λογικά πλαίσια, γιατί δεν χρειάζεται μετασχηματιστής εξόδου. Εδώ όλα καλά, αρκεί να μην δεχτεί ο τελικός ενισχυτής υπερενισχυμένο σήμα και αρχίσει το ...τσεκούρεμα.
Ένα άλλο κόλπο γνωστού κατασκευαστή ήταν η προσομοίωση της συμπεριφοράς των λυχνιών χρησιμοποιώντας τρανζίστορ (valvestate). Βέβαια μια προσομοίωση είναι πάντοτε αφαιρετική, δλδ. δεν αντιπροσωπεύει 100% την πραγματικότητα.
ΥΓ: ΔΕΝ έχω σπουδάσει ηλεκτρονικός ή κάτι παρόμοιο, οπότε δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτά που γράφω είναι απόλυτα σωστά.