Στο ‘χω πει;
Στο ‘χω πει;
μ’ αρέσει να γράφω κάτω απ’ την ανταύγεια μιας λάμπας και μιας πυρκαγιάς
να σκάβω λαγούμια με τα χέρια για να κρυφτώ σε μια φροντισμένη μάταια γραφή
να παραδίδω σε σύμβολα από μελάνι την αγάπη μου για τις θύελλες
ν’ ανακουφίζομαι καθώς οι τελευταίες λέξεις γέρνουν σε μια αόρατη κατηφόρα
την ώρα που ο ήλιος ζαρώνει πίσω απ’ τις διχαλωτές βελόνες του πεύκου
την ώρα που η θάλασσα μαυρίζει σα χελιδόνι
όταν η αστάθεια της νύχτας ισορροπεί στο ξημέρωμα
αντανακλώντας φευγαλέα τη θλίψη μου
για τη νιότη μέσα μου που παραμένει ακόμη ακατέργαστη
άμυαλη, πληγωμένη απ’ τα ίδια της τα αγκάθια
Στο ‘χω πει;
αγαπώ ν’ αποκτώ και να σοδιάζω αυτό που υπόσχεται να διαρκέσει
αγαπώ τον έρωτα και το αλλόκοτο έργο του που μπορεί να σβήνει ένα βουνό, να σέβεται ένα κλωνί,
ν’ αποθεώνει μια ανταύγεια
τον έρωτα που ξέπνοος, περήφανος, ατίθασος, αντάρτης σ’ ανακαλεί στη σιωπή
μακριά απ’ τον απόηχο των στερημένων λέξεων
τον έρωτα που ξεκουράζει στην όαση της αβύσσου του
που νοσταλγεί , που ανταριάζει, που ημερεύει, που μάχεται, που λυγίζει μα δε σπάει
Στο ‘χω πει
πως ζυγίζω άθελά μου την αξία μιας λέξης, την αξία του «δώρου»;
πως ξαναβαφτίζω φαρμακωμένους ηθικούς κανόνες;
πως κανακεύω φτωχές αμαρτίες που διεκδικούν αιώνες το μερτικό τους απ΄ τον παράδεισο;
Στο ‘χω πει;
μ’ αρέσει να αιφνιδιάζω τον εαυτό μου
μ’ αστραπιαίες φυγές στο καθολικό γαλάζιο στο λιγότερο κατοικημένο τ’ ουρανού
μ’ ελεύθερες καταδύσεις στο πράσινο της λίμνης των ματιών σου
μ’ αρέσει να τρέμω απ’ το μελλούμενό σου κίνδυνο σαν ανατέλλων πυρετός
όπως σιγοτρέμουν τ’ αστέρια διεσταλμένα απ΄την υγρασία στην κόρη του ματιού
Στο ‘χω πει;
δεν είναι η φωτισμένη ζώνη εκεί όπου υφαίνεται το χειρότερο
γι’ αυτό γράφω
για την υπόσχεση μιας λυτρωτικής βροχής
που ξεπλένει
που ξεθάβει
που εξυψώνει
που παρασύρει
Στο ‘χω πει;
ονοματίζω πατρίδα κάθε τόπο ευτυχισμένου έρωτα
πόσο αγνοί είναι αυτοί που δίνονται ολότελα
έχοντας για όριο ένα βλέμμα…
Στο ‘χω πει
πως ανεβαίνω και ξανανεβαίνω τη σκάλα των ωρών της απουσίας σου
με μια μέθη βιαστικής προσμονής;
πως γέμισαν οι προφυλάξεις μου από μικρές ηδονικές δαγκωματιές απ΄το στόμα σου που επιμένει;
πως ρέουσα, συνεσταλμένη, αποσπασμένη απ’ το μονόδρομο του παρελθόντος είν’ η μορφή σου;
πως όταν ήρθες με μια αγκαλιά ανέμους κι ένα διάττοντα αστέρα καρφωμένο στο πέτο
τότε είδα πως δε γνώριζα τίποτα;
Στο ‘χω πει
πως έχω ακόμα στα χείλια τη γεύση σου κανέλλα και μέντα;
Στο ‘χω πει
πως πια δεν κινδυνεύω ν’ αρκεστώ σε μια μικρή βολεμένη ευτυχία
γιατί έμαθα στο ωραίο παράστημα της πολυτέλειας και της σπατάλης;
Στο ‘χω πει;
ένας παλμός σα φτερούγισμα στα σπλάχνα μου με τινάζει στον αέρα
μακριά απ’ το φόβο του γελοίου, τον ενδοιασμό του εφήμερου,
την τερατόμορφη αγωνία της απουσίας σου
Στο ‘χω πει;
δεν μπορώ να σου δώσω λιγότερα
βολέψου έτσι.