Όλη τη μέρα σέρνονται φίδια γύρω μου και αντί να σφυρίζουνε, μιλάνε με ήχους ανθρώπινους, με λέξεις και με φράσεις πρόστυχες
και μ’ αγκαλιάζουνε σφιχτά, όχι αρκετά για να με πνίξουνε μα αρκετά για να με υποτάξουνε.
Αυτή την νύχτα κάθομαι πίσω από την κλειδωμένη πόρτα.
Αυτή την νύχτα πρέπει να σπάσω τις αλυσίδες μου, θα φύγω, θα περάσω την πόρτα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
Θα περπατήσω μέχρι την έρημη και φωτισμένη πλατεία, για να ακολουθήσω τον κατασκότεινο δρόμο, κάτω από έναν ουρανό κάτασπρο από μικρές λαμπερές σπίθες.
Αυτό το βράδυ θα είμαι εντελώς μόνη καθώς θα περπατάω προς την θάλασσα.
Κάποια στιγμή θα βρεθώ εκεί και θα κοιτάξω γύρω μου με λύπη για τελευταία φορά.
Ύστερα θα ξαπλωθώ μέσα στην άμμο, που θα είναι σαν τον τάφο μου.
Θα ακούω τα φύκια να αναδεύονται.
Καθώς τα κύματα θα γλιστράνε, θα ακούω τον ψιθυριστό τους ήχο.
Θα νιώσω τον άνεμο να φυσάει απαλά πάνω από τα κλειστά μου βλέφαρα και θα σκεπάζει το πρόσωπο μου με τα μαλλιά μου.
Θα αφήσω τις αισθήσεις μου ελεύθερες να πετάξουν όσο μακριά θέλουν.
Θα περιμένω να περάσει η νύχτα, για να ξαναγεννηθώ όχι πάλι από κάποια μήτρα, αλλά από την φυλακισμένη μου ύπαρξη.
Απαιτώντας το δικαίωμα ν’ αρχίσω να ζω πραγματικά, θα υψώσω το κορμί μου προς τον ουρανό,
καθώς οι κόκκοι της άμμου θα γλιστράνε από πάνω μου σαν ζάχαρη, θ’ ανοίξω τα μάτια μου στο φως
και θ’ απλώσω τα χέρια μου μέχρι να πονέσω, για να αγκαλιάσω αυτό το πρώτο ρόδινο φως της ζωής μου
και θα ζήσω επιτέλους ελεύθερη.
Θα βλέπω τα πουλιά να πετάνε
και θα είμαι και εγώ μαζί τους,
τα κύματα να φεύγουν μακριά
και θα τα’ ακολουθώ.
Θα βλέπω τις φλόγες να λιώνουν
και θα είμαι βαθιά μέσα στην καρδιά τους.
Θα κυλάω μαζί με δάκρυα από χιλιάδες μάτια.
Θα ακολουθώ τον άνεμο όπου και αν πηγαίνει.
Θα μεγαλώνω με τα δέντρα και
θα πεθαίνω όταν πεθαίνουν τα λουλούδια...