Αμείλικτος καιρός
Ξαφνιάστηκαν τα όνειρά μου
σα βγήκαν στη στεριά
από μια σχεδία του ανέμου
στ’ ανοιχτά.
Πληγώνονται οι στιγμές μου
κι όλο γερνούν,
ασυντρόφευτες μένουν
και προσπερνούν.
Υφαίνουν τα λόγια
αιτίες σωρό
για τη ζωή που κρεμάστηκε
σ’ ένα σταυρό
και νωρίς παραιτήθηκε
δίχως σκοπό.
Πληγώνονται οι σκέψεις μου
και σωπαίνουν
σε παλιές ενοχές
με ξοδεύουν.
Αμείλικτος καιρός με κοιτάει
και μια μάσκα φοράει
κι ούτε ξέρω πια πού με πάει.
Ασκληπιάδα Κυριάκου