Ξεχάσανε ν’ ανάψουν τους φανούς
Ψυχές με φως, λιμάνια που τις είπαμε
Αννούλα, βουτηγμένοι στους καπνούς
Πως έγινε δεν ξέρω, πως να έγινε
Και μέσα απ' τις φωτιές, βρεγμένοι βγήκαμε
Ο φάρος μας στρατιώτης σε σκακιέρα
Μονάχος λιποτάκτης σ΄ ένα βράχο
Άσπρον ασβέστη φώτιζε τη μέρα
Πως έγινε Άννα, να ΄ξερα πως έγινε
Τη νύχτα φως δε μου ΄δινε για να ΄χω
Νύχτα και πίσω αφήσαμε κι εμείς
Τον βασιλιά εσύ κι εγώ βασίλισσα μου
Ψυχές λαθραίες κι αλμύρα της ζωής
Χορτάσαμε το δάκρυ Άννα πως έγινε
Κι αργά βουλιάζαμε, λευκοί φάροι της άμμου