Χαμήλωσε μια νύχτα ο ουρανός
κι αγκάλιασε τη θάλασσα
που απάνεμη κοιμόταν…
Τ ’ άλλο πρωί ξεπρόβαλλε πιο γαλανός
και ζύγωσε τα κύματα
που σιγολικνιζόταν…
Σάστισ’ ο΄ ήλιος που κοιτούσε από ψηλά
και ρώτησε τη θάλασσα
που ήρεμη λιαζόταν…
Ντράπηκ’ η θάλασσα για πρώτη της φορά
κι απάντησε αδιάφορα
τάχα δε γνωριζόταν…
Πικράθηκε ο ερωτευμένος ουρανός
και μάζεψε τα σύννεφα
σαν δάκρυα, σαν αστέρια….
Έκλαψ’ η θάλασσα κι ο πόνος της βουβός
και έπνιξε τα όνειρα
στα θαλασσιά της χέρια…
Δεν χαμηλώνει ο ουρανός, ποτέ ξανά
κι αγέρωχη η θάλασσα…
Ο ήλιος τους ενώνει…
Μονάχα, να , καμμιά φορά όταν φυσά
κι οι δυο τους συλλογίζονται
πως είναι τόσο μόνοι…