Κι ύστερα, ρώτησα τον άνεμο
που πέρασε σφυρίζοντας,
-λες κι είχε χαρά μικρού παιδιού-
ανάμεσα απ’ τα μεστωμένα στάχυα
που λύγιζαν στη δύναμή του…
Μα προσπέρασε αδιάφορα,
κρατώντας την απάντηση
που τόσο πόθησα,
στον απόηχο της σιωπής του…
Τι κι αν ήταν θρόισμα, σφύριγμα, κεραυνός…
Ήταν η Σιωπή
απέραντη κι ανελέητη,
τρελή και πλανεύτρα,
ανέμελη κι απόλυτη…
Ήταν η Σιωπή…