Τώρα που ο κύκλος έκλεισε, που μίλησα με τα δάκρυα της, που μπήκα στα μάτια της και διάβασα τα μυστικά τους, δεν υπάρχει πια λόγος ένα μυστικό που κρατούσε τόσα χρόνια φυλαγμένο η καρδιά μου να παραμένει μέσα μου. Θέλω λοιπόν να το μοιραστώ με σας, να ξαλαφρώσω, τώρα που και το τρένο πλησιάζει στον τελευταίο σταθμό.
Δεν σας γνωρίζω προσωπικά και δεν με γνωρίζετε, λέω σε σας αυτά που θα έλεγε κανείς μπροστά σε μια εικόνα, στο πρόσωπο δηλαδή το άγιο που κρύβεται πίσω από μια απλή ζωγραφιά.
Μπορεί να μην μπορέσετε να με καταλάβετε λόγω διαφοράς ηλικίας μα και γιατί εγώ έζησα σε άλλες εποχές σε σχέση με τις δικές σας. Τα χρόνια πέρασαν και η χωρίστρα που τότε κάναμε στα μαλλιά σκεπάστηκε με χιόνια..
.........
Το όνομα της Νεφέλη. Ένα ανεπανάληπτης ομορφιάς πλάσμα. Εγώ είκοσι δύο χρόνων περίπου τότε κι’ αυτή λίγο μικρότερη γύρω στα δέκα εννέα με είκοσι. Εγώ της έμαθα να καταδύεται στα βάθη της θάλασσας κι’ αυτή τι θα πει έρωτας μεγάλος. Ένας χρόνος ψυχικής ανεπανάληπτης ερωτικής θύελλας.
Όμως τα φώτα της ράμπας έσβησαν ξαφνικά ένα βράδυ αφού δεν υπήρχαν ηθοποιοί να παίξουν το έργο, αιτία ένα μεγάλο ψέμα, το ίδιο ακριβώς και για τους δυό μας.
Μα εγώ δεν έπαψα ποτέ να την αγαπώ και να γράφω για εκείνη. Οι μετέπειτα έρωτες δεν στάθηκαν ικανοί να σβήσουν τη δική της φωτιά. Σε κάθε πακέτο τσιγάρων που πετούσα ήταν γραμμένα και δυο τρία στιχάκια με το όνομα της.
Το φετινό καλοκαίρι πέρασα από το μέρος εκείνο του πρώτου σ’ αγαπώ όπως έκανα σχεδόν κάθε χρόνο. Ήταν ένας μεγάλος βράχος δίπλα στο κύμα. Πάντα εύρισκα και κάποιο σημάδι χαραγμένο με πέτρα πάνω του. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως το δικό της χέρι τα ζωγράφιζε κατά καιρούς.
Πέρασαν δέκα περίπου μέρες όταν στην επιστροφή είπα να περάσω πάλι, κάτι μου έλεγε πως αυτή τη φορά θα ήταν εκεί......
Καθόταν δίπλα στο κύμα σκαλίζοντας αφηρημένα την άμμο. Λες και δεν πέρασαν τα χρόνια, γκρίζα μαλλιά μα ήταν όμορφη όπως παλιά.
Πλησίασα αθόρυβα και κάθισα δίπλα της... Με κοίταξε με τα καταπράσινα μάτια της που στη στιγμή γέμισαν δάκρυα, δάκρυα πολλά τόσα που ποτέ θεός δεν θα μπορούσε να ζητήσει. Σε περίμενα μου είπε μέσα στ’ αναφιλητά της με τρεμάμενη φωνή......
Θα είχα κάνει λίγα βήματα φεύγοντας όταν ένα κοριτσάκι πέντε με έξι χρόνων περίπου που έπαιζε στην άμμο λίγο πιο πέρα έτρεξε στην αγκαλιά της και της είπε απορημένο, γιατί κλαις γιαγιά; Από χαρά κλαίω καλό μου του είπε εκείνη, γιατί ξέρω πως μ’ αγαπάς!
Πολλά στιχάκια μου κατά καιρούς διαβάσατε εδώ στο Φόρουμ Κιθάρα. Κάποιος τα είπε μέτρια ή κάτω του μετρίου, άλλοι με πικρόχολα σχόλια, ειρωνικά υπονοούμενα, σκόρπια εδώ κι’ εκεί.
Μπορεί να είναι και έτσι, εγώ όμως την ψυχή μου αντέγραφα.
Θέλω λοιπόν τώρα να σας απαλλάξω από την παρουσία τους εδώ, αφού δεν υπάρχει πια και λόγος. Ίσως να διαβάσετε στο μέλλον στιχάκια μου για τη ζωή, για το χρόνο που φεύγει, για το πριν το παρόν το μετά.....
Λουλούδια ανθίζουν και το χειμώνα.....