Ένα βουνό πελώριο στη μέση της θαλάσσης ,
στον ύπνο μου τα βράδυα σκαρφαλώνω .
Κορφιάζοντας , δάσος θωρώ ανήλιο και μόνο .
Περίεργα τα βλάστια του, γέννημα άλλης πλάσης.
Η νύχτα στο μέρος τούτο δώ, κάτι μου κρύβει.
Ξανοίγομαι αργά μ’ ανήσυχο κάπως το βλέμμα ,
δεν μοιάζει μ’ όνειρο, δεν φαίνεται για ψέμμα .
τη λογική, ο φοβος μου αλύπητα συνθλίβει.
Σπρώχνοντας, βήμα ταχύ προστάζει ο τρόμος.
Μακραίνω γρήγορα, τύχη καλή, ένα μικρό λιβάδι .
Μπροστά μου σπάνια ομορφιά, μόνον εγώ ψεγάδι .
Αμόλυντη απέραντη γαλήνη, εδώ κοιμάται ο χρόνος .
Ψυχών στα σίγουρα της φύσης τούτο το παλάτι.
Άπλετο φως ,ηλίου απόντος , φωτίζει αληθώς.
Ένας αέρας ψάλλει ασμάτων άσμα, μελωδός,
ξεπλένοντας της αμαρτίας το ανόσιο αλάτι.
Χορεύοντας, με φέρνει και με πάει σα το κύμα
σαν του κρασιού του πρώτου με κερνάει
μαριόλλα ζάλη, που βόλτα στα όνειρα γυρνάει
πλέκοντας τ΄άυλο, της μοίρας τ’ άσπρο νήμα.
Ύστερα... παύει χωρίς κανείς να ξέρει
Σαν να μη φύσηξε ποτέ, σαν να ήταν ψέμμα .
Ξυπνώ ξανά, αλαφιασμένο άναρχο το βλέμμα.
Μα ο νούς απέμεινε..
του ονείρου να κρυφτεί- δεν θέλει.