Κάποιοι νομίζουν ότι ζουν
(δεν είμαι από αυτούς),
καλπάζουν πάνω στα πτώματα τους,
η δύση τους βρίσκει πάντα γελαστούς.
Άλλοι νομίζουν πως τελείωσαν
(και όμως αξίζουνε),
θάβουν μονάχοι τα κουφάρια τους
(στο αύριο δεν ελπίζουνε)
και κάπου ανάμεσα εγώ, σχεδόν αντέχω.
Κοιτάζω τον κόσμο πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά,
σε κορυφές βουνών θέλω να ταξιδεύω,
μα πάντα μπλέκω στα ρηχά.
Έχω μια γνώση περιττή για καθετί,
μια αδάμαστη φωνή καλοστημένη,
μια γυναίκα σπίτι να με περιμένει,
μες στο μυαλό μου φόντο την βροχή.
Λέω να πάρω την στροφή μα δεν με παίρνει
και αυτή η γεύση της σιωπής μνήμες μου φέρνει.
Ελπίζω οι μέρες να μας φέρουνε μαζί.
Βλέπω το αύριο σαν μια ξεπεσμένη πόρνη,
που αν την πληρώσω, πλάι μου θα κοιμηθεί,
και την ελπίδα μου, μαυροντυμένε νύφη,
με δεμένα ματιά, να ζωγραφίζει την ντροπή.
Και κάπως έτσι τα βραδιά αναρωτιέμαι:
Μήπως εγώ είμαι ότι μισώ;
Μήπως πηγαίνω τον εαυτό μου πίσω;
Η μήπως πίσω του να τρέχω και εγώ;