Μια νευρωτική νύφη μου χτυπάει την πόρτα,
Λέει πως μ’ αγαπά και υστέρα φεύγει,
Δακρύζοντας μέσα στα λευκά της πέπλα..
Μια άνοιξη διαρκείας μόλις τελείωσε.
Τα μάγια τις φύσης δεν έπιασαν,
βλέπω χειμώνα, καταιγίδες πνίγουν πόλης,
μέσα στην βουή ακούω την φωνή σου…
Που πας ;
Μια επιθυμία ανέκτησα σαν έγγραφο,
κατεστραμμένο από την φωτιά.
μόνο αυτό έμεινε, και ένα ματωμένο λαρύγγι,
να φωνάζει συγγνώμη.
Όλοι οι τοίχοι του κόσμου δεν φτάνουν,
Δεν το μπορούν να σε κρατήσουν μακριά μου.
Όμως μια λέξη με τρία γράμματα μας χωρίζει,
δεν με αφήνει να σε πλησιάσω.
Δεν παραιτούμαι και το άλογο δεν θα το ξεσελώσω,
μπορεί να μην είμαι ο πρίγκιπας μα θα παλέψω…
Για μια κόρη που με κοιτάει θλιμμένη από τον πύργο της…
Για ένα φιλί που θα κρατήσει, για πάντα
τον πράσινο βάτραχο που ερωτεύτηκε στην όχθη κάποιας λίμνης.
Αλλά το θες ;
θες μια ζωή δίπλα σ’ αυτό που οι άλλοι σιχαίνονται;
Θες να αγκαλιάσεις την ομορφιά της ψυχής μου
κάτω από αυτό το υγρό γλοιώδες δέρμα ;
θες να με έχεις για αυτό που είμαι ;
Αυτές τις σκέψεις τις κάνω μόνος
δεν σε ρώτησα ποτέ και ούτε θα το κάνω.
Για αυτό δεν ήρθα στην εκκλησιά
όσο για την λέξη με τα τρία γράμματα
ποτέ δεν ήταν ΕΓΩ πάντα ήταν ΕΣΥ καληνύχτα.