Κατάμαυρη εικόνα στάθηκε μπροστά μου
Αγέρωχο το ύφος της, μου είπε επιβλητικά...
«αυτό σου ανήκει, κι έκανα ταξίδι να έρθω να σε βρω.
Κυλίστηκα σε ποτάμια, απ’ τον Ιορδάνη
Που βαφτίστηκα, ως αυτή την πόλη που θεριά με κλάψανε.»
Ανάσανα δυο φορές κι άλλη μια ρώτησα
«αν είναι οφθαλμαπάτη, μια ουτοπία της στιγμής…
Μήπως το κρασί ήταν πολύ, μήπως η λογική είχε χαθεί»
Ποτέ δεν πήρα απάντησα κι από τότε ένας τοίχος η μόνη θέα.
Άλλαζε χρώματα όταν άκουγα φωνές να ‘ρχονται.
Σκοτείνιαζε όταν μόνο το θρόισμα φύλλων απαντούσε...
Δεν υπάρχει ορίζοντας είχα ακούσει΄
Σ’ ένα κελί γεμάτο επαναστάτες
«Σπάσε μάγκα τα όρια σου, δοκίμασε τη δύναμη σου
Φτάσε στο τέρμα, στο τέρμα που προστάζει η ψυχή σου»
Και μια σκέψη
Σαν ερωμένη της στιγμής
Που στέκεται δίπλα μου
Σαράντα χρόνια'
Δεν με άφησε ποτέ να κάνω ένα βήμα
Με παρέσυρε συνεχώς σαν να ‘μουνα κύμα.
Αυτή είναι η ιστορία που βγάλανε την Χερσόνησο
Μπάρμπα – Ηλία….
Φυλακισμένος! νιάτα πολλά σ’ ένα κελί
Που θεμέλια είχε αυτή τη νήσο.
Και θυμήσου όταν γυρίσω
Θα μετενσαρκωθώ σε σκνίπα
Κι αυτό το κελί...
Θα επιστρέψω…
Θα το κάψω…
Ένα φθινόπωρο στην Χερσόνησο
Του Μπάρμπα – Ηλία….
Θα εμφανιστώ κι εγώ σαν μια κατάμαυρη εικόνα...